Γνωρίστε 
το πάρκο μας

Το Μητροπολιτικό Πάρκο Περιβαλλοντικών και Εκπαιδευτικών Δραστηριοτήτων και Ανάπτυξης Κοινωνικής Οικονομίας «Αντώνης Τρίτσης» χωροθετείται στη δυτική Μητροπολιτική Αθήνα, εντός των διοικητικών ορίων του Δήμου Ιλίου. Συνορεύει με τον Δήμο Αγίων Αναργύρων-Καματερού. Είναι το μεγαλύτερο Μητροπολιτικό Πάρκο του Λεκανοπεδίου, συνολικής έκτασης περίπου 1.200 στρεμμάτων.

Αποτελεί δημοφιλή προορισμό για τους κατοίκους της Αθήνας, με μέσο όρο 15.000-16.000 επισκέπτες τα Σαββατοκύριακα και ακόμη περισσότερους σε μέρες αργιών ή μεγάλων εκδηλώσεων.

Η ύπαρξη του υγρού στοιχείου σε μεγάλη αναλογία εντός του Πάρκου, τόσο με τη μορφή έξι τεχνητών λιμνών, όσο και τεχνητού καναλιού που τις συνδέει, που εξασφαλίζει την αδιάκοπη ροή του νερού μεταξύ των λιμνών και την ανακύκλωσή του, καθώς και η πλούσια χλωρίδα και πανίδα του Πάρκου, το καθιστούν έναν μοναδικό τόπο φυσικού κάλλους, ενταγμένο στον οικιστικό ιστό. Τα χαρακτηριστικά του είναι μοναδικά για τη δυτική Αθήνα, αλλά και για όλο το Λεκανοπέδιο.

Χλωρίδα

Χλωρίδα

Χλωρίδα

Χλωρίδα

Χλωρίδα

Χλωρίδα

Πανίδα

Πανίδα

Πανίδα

Πανίδα

Πανίδα

Πανίδα

Τα χρόνια της απελευθέρωσης, πολλά τουρκικά κτήματα στην Αττική αγοράστηκαν από πλούσιους Έλληνες και ξένους γαιοκτήμονες, ένας από τους οποίους ήταν και ο Ιωάννης Παπαθεωδώρου Λεφάκης από την Άνδρο. Το κτήμα του Λεφάκη, περίπου 300 στρέμματα, βρισκόταν στον συνοικισμό Δραγουμάνου και συγκεκριμένα εκεί που βρίσκεται σήμερα ο Πύργος Βασιλίσσης στο ομώνυμο κτήμα.

Ο Λεφάκης, μόλις κατάφερε να επισημοποιήσει τους τίτλους ιδιοκτησίας, το πούλησε τον Μάιο του 1838, έναντι 10.000 δρχ., στους Άγγλους John Williams και George Miles, οι οποίοι ενδιαφέρονταν να κάνουν επενδύσεις στο νεοσύστατο κράτος. Φύτευσαν αμπέλια, οπωροφόρα δέντρα, έφτιαξαν εγκαταστάσεις, διαμόρφωσαν κήπους και καλλιέργησαν συστηματικά τα αρόσιμα τμήματα.

Το 1840, διέλυσαν την κοινοπραξία και ο Miles πούλησε το μερίδιο του στον Williams. Ο τελευταίος, που δεν μπορούσε να καλλιεργεί μόνος του, έφερε κηπουρούς από την Μάλτα και γεωργούς από το Μενίδι, μοιραζόμενος μαζί τους τα εισοδήματα. Το 1848 αποφάσισε να φύγει από την Ελλάδα και πούλησε το κτήμα στον Δημήτριο Κοντάκη, αντί 10.370 δρχ.

Οι προσπάθειες των δύο συνεταίρων να αποκομίζουν έσοδα από την καλλιέργεια του κτήματος δεν απέδωσαν και, παρόλο που έφτιαξαν ένα πρότυπο αγρόκτημα, δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

Αυτό το κτήμα, και γενικότερα το τοπίο, συγκίνησαν την βασίλισσα Αμαλία το καλοκαίρι του 1848, σε έναν από τους γνωστούς περιπάτους της, πέριξ των Αθηνών.

Το Σεπτέμβριο του 1848, το κτήμα Κοντάκη αγοράζεται από τους βασιλείς, οι οποίοι πολύ σύντομα θα προχωρήσουν και σε νέες αγορές, προκειμένου να το επεκτείνουν. Έτσι από το 1848 έως το 1861, έναν χρόνο πριν την έξωση, η βασιλική Αυλή θα συνάψει 47 νέες συμφωνίες αγοράς ακινήτων στην περιοχή, δημιουργώντας ένα ενιαίο κτήμα περίπου 2.500 στρεμμάτων.

Η διαμόρφωση του κτήματος σε πρότυπο αγρόκτημα άρχισε αμέσως μετά την αγορά του πρώτου τμήματος και συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια. Στις εργασίες, τις οποίες επόπτευε προσωπικώς η Αμαλία, χρησιμοποίησε τους γνωστούς ανακτορικούς κηπουρούς Friedrich Schmidt και François Louis Bareaud, που είχαν φτιάξει και το Βασιλικό Κήπο.

Η βασίλισσα προσέλαβε εργάτες από τα γύρω χωριά. Βαυαρούς που είχαν παραμείνει στη χώρα και είχαν εγκατασταθεί στο Ηράκλειο Αττικής, καθώς και έμπειρους αμπελουργούς από τα Μέγαρα. Επρόκειτο για μια πολύ σοβαρή προσπάθεια, τα επιτυχή αποτελέσματα της οποίας φάνηκαν στα αμέσως επόμενα χρόνια.

Στο αγρόκτημα φυτεύτηκαν χιλιάδες οπωροφόρα δένδρα, 3.700 μουριές, πολλά στρέμματα φιστικιές, περίπου 180 στρέμματα αμπέλια, χιλιάδες ελαιόδεντρα, σπάνιες ποικιλίες καλλωπιστικών φυτών από χώρες του εξωτερικού. Μεγάλα τμήματα άρχισαν να καλλιεργούνται και να σπέρνονται βαμβάκι, καλαμπόκι, τριφύλλι, βρώμη, βρίζα, πατάτες, κουκιά, φασόλια. Με την φροντίδα της Αμαλίας αγοράστηκαν 40 αγελάδες καλής ράτσας από την Αγγλία, την Ελβετία και το Ολδεμβούργο, πτηνά από τις Ινδίες και την Αφρική, πρόβατα μερινός, χοιρίδια, αραβικά άλογα. Λέγεται επίσης ότι η βασίλισσα έφερε και καμηλοπαρδάλεις στο κτήμα.

Στις αρχικές εγκαταστάσεις προστέθηκαν και πολλές άλλες. Οικήματα εργατών, στάβλοι, υπόστεγα, αποθήκες. Για την ανάγκη της άρδευσης έγιναν γεωτρήσεις, ανοίχτηκαν νέα πηγάδια. Γεωτρήσεις έγιναν το 1856, υπό την επίβλεψη του Γάλλου υδρολόγου Berjeau, από γαλλική εταιρεία. Νερά βρέθηκαν αρκετά, δεν είχαν όμως την απαιτούμενη «αναπηδητική»  δύναμη. Έγινε προμήθεια νέων αρότρων, καθώς και διαφόρων άλλων γεωργικών μηχανημάτων, άγνωστων στους Έλληνες γεωργούς.

Έτσι, πολύ σύντομα, το κτήμα εξελίχθηκε σε ένα πρότυπο Κέντρο Γεωργίας και Κτηνοτροφίας. Είναι εμφανής η πρόθεση της βασίλισσας να αναγκάσει τους κατοίκους των γύρω χωριών να επιδοθούν στην γεωργία, τη σηροτροφία, την αμπελουργία, την κτηνοτροφία. Τα προϊόντα του αγροκτήματος ήταν ποικίλα και εξαιρετικής ποιότητας. Πολλά από αυτά επαινέθηκαν σε εκθέσεις, ενώ άλλα βραβεύθηκαν.

Κατά τα τέλη του 1856 το αγρόκτημα είχε σχεδόν διαμορφωθεί. Στο μεταξύ, παράλληλα με τις εργασίες χάραξης και διαμόρφωσης, άρχισε και η κατασκευή της βασιλικής έπαυλης. Στη θέση ενός παλαιού Πύργου, που υπήρχε στη μέση περίπου του κτήματος και χρησίμευε πιθανότατα ως κατοικία των πρώην άγγλων ιδιοκτητών, άρχισε να κατασκευάζεται ένας νέος, γοτθικού ρυθμού, κατ’ απομίμηση του Πύργου Hohen Schwangau, όπου γεννήθηκε ο Όθωνας. Αρχιτέκτονάς του ο Γάλλος Florimond Boulanger. Από την ύπαρξη αυτού του πύργου συνήθιζαν οι κάτοικοι να ονομάζουν και το κτήμα «Πύργο Βασιλίσσης». Οι εργασίες ανέγερσης της βασιλικής έπαυλης ολοκληρώθηκαν τον Αυγούστο του 1854, περίοδος κατά την οποία έγιναν τα εγκαίνια.

Οι βασιλείς, επηρεασμένοι από τη Μεγάλη Ιδέα, στους έξι φυσικούς λοφίσκους που υπήρχαν στο αγρόκτημα, προσθέτουν το 1857 έναν 7ο τεχνητό. Τους έδωσαν τα ονόματα Αργοναυτών: Ιάσων, Πολυδεύκης, Κάστωρ, Θησέας, Ηρακλής, Ορφεύς, Πηλεύς, και συνολικότερα στο κτήμα το τοπωνύμιο «Επτάλοφος».

Η απασχόληση εκατοντάδων εργατών στο αγρόκτημα καθώς και η διαμονή αξιωματούχων και ειδικών, αλλά και το ενδιαφέρον εύπορων αθηναϊκών οικογενειών για την οικοδόμηση επαύλεων κοντά στις βασιλικές εγκαταστάσεις, δημιούργησαν την ανάγκη ενός νέου οικισμού. Αυτός ήταν και ο λόγος που στα 1858 ιδρύεται ο γειτονικός οικισμός Ίλιον Τρώας οργανωμένος βάσει ιπποδάμειου ρυμοτομικού συστήματος με κεντρική πλατεία, την εκκλησία Ευαγγελισμός της Θεοτόκου και σχολείο.

Μετά την έξωση της βασιλικής οικογένειας, τα έργα ανάπτυξης στο αγρόκτημα Επτάλοφος σταμάτησαν, το ίδιο και στον οικισμό Ίλιον Τρωάς. Η έκταση ερήμωσε και μόνο κάποιοι λίγοι εργάτες περιόριζαν τις ασχολίες τους στους στάβλους και τους αχυρώνες.

Με το Ψήφισμα της Β’ Εθνικής Συνέλευσης της 3ης Ιουλίου 1863, τα ανάκτορα και οι Βασιλικοί Κήποι κηρύσσονται εθνική ιδιοκτησία και η διαχείριση του κτήματος της Επταλόφου ανατίθεται στο Υπουργείο των Οικονομικών, η δε επιστασία του στον πρώην ανακτορικό κηπουρό Schmidt. Το 1864, το κτήμα ενοικιάστηκε στον Ηλία Παπαηλιόπουλο, σύζυγο της Κυρίας των Τιμών Πηνελόπης Λιδωρίκη – Παπαηλιοπούλου. Το 1867 ο Όθωνας πεθαίνει. Το 1870 αγοράζει το κτήμα ο βαρώνος Σίμων Σίνας. Οκτώ χρόνια αργότερα ο Πύργος Βασιλίσσης θα περιέλθει στον Γεώργιο Παχύ.

Την κόρη του Γ. Παχύ, την Λαυρία, παντρεύτηκε ο Φερνάρδος, γιός του Ιταλού μεταλλωρύχου και επιχειρηματία Giovani Baptista Serpieri, νονός της Λαυρίας και ιδιοκτήτη των μεταλλείων Λαυρίου. Μετά το θάνατο του Παχύ, το κτήμα θα περάσει στην οικογένεια Σερπιέρη.

Ο γιός της Λαυρίας και του Φερνάρδου, ο Ιωάννης Βαπτιστής Σερπιέρης που σπούδασε γεωπόνος στη Γαλλία, παντρεύτηκε την Ιουλία Βλαστού, συγγενή της Κυρίας των Τιμών της βασίλισσας Αμαλίας, Πηνελόπης Λιδωρίκη. Το ζεύγος αποφάσισε να ξαναζωντανέψει το κτήμα.

Έτσι, τον Ιούνιο του 1931, συνέστησε Ανώνυμη Εταιρεία, υπό την επωνυμία Αγροτική Εταιρεία Πύργου Βασιλίσσης Α.Ε., σκοπός της οποίας ήταν να καταστήσει το εγκαταλειμμένο κτήμα πρότυπο κέντρο γεωργίας και κτηνοτροφίας, όπως είχε επιχειρήσει η βασίλισσα Αμαλία πριν 80 χρόνια.

Ο Πύργος Βασιλίσσης κατέστη σύντομα ξανά πρότυπος κτηνοτροφικός σταθμός, με βουστάσια, ποιμνιοστάσια, χοιροτροφεία, μελισσοκομεία, μεταξοσκωληκοτροφεία, ορνιθοτροφεία. Τα γεωργικά προϊόντα του Πύργου ήταν εξαιρετικής ποιότητας, με πιο ονομαστά τα σταφύλια και το κρασί.

Εν τω μεταξύ, η περιοχή του Ιλίου Τρώας, που έχει μετονομαστεί σε Κάτω Λιόσια και που από το 1925 αποτελεί την ανεξάρτητη κοινότητα Νέων Λιοσίων, δέχεται κύματα προσφύγων και έντονη αστικοποίηση.

Μετά την κατάληψη της Αθήνας από τα γερμανικά στρατεύματα, στο αγρόκτημα εγκαταστάθηκε γερμανική φρουρά, ενώ κατά την Kατοχή, πολλοί κάτοικοι των γειτονικών περιοχών κατάφεραν να επιζήσουν χάρη στα δέντρα και τις ελιές του.

Μετά το 1950 προέκυψαν νέα προβλήματα. Ζητήματα άρδευσης των καλλιεργειών, σε συνδυασμό με την οικιστική έκρηξη, οδήγησαν στη αλλοίωση του αγροκτηνοτροφικού χαρακτήρα της περιοχής και τη συρρίκνωση του πάρκου.

Το κτήμα Πύργος Βασιλίσσης σταδιακά θα απολέσει τον ενιαίο χαρακτήρα του. Το δημόσιο παραχωρεί διαδοχικά εκτάσεις του: στο Ίδρυμα Αποκατάστασης Αναπήρων, σήμερα Εθνικό Κέντρο Αποκατάστασης, στο Κέντρο Βρεφών Μητέρα, σήμερα Κέντρο Προστασίας του Παιδιού Αττικής, καθώς και στο Ίδρυμα Προστασίας και Αποκατάστασης Παίδων και Νέων με νοητική Υστέρηση η Θεοτόκος.

Πηγές:

  1. Διώτης Μαρίνος, Γεωργόπουλος Σπύρος, «Ίλιον, πορεία στους αιώνες», Πολιτιστικό Κέντρο Μελίνα Μερκούρη Δήμου Ιλίου, 1995
  2. Χατζηπέτρου Αυγή, Χριστίδου Λιάνα, Χριστοφοράκη Κατερίνα, «Πάρκο Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης Αντώνης Τρίτσης», Διπλωματική Διάλεξη, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχ. ΕΜΠ, 2009

Από το αρχικά 2.500 περίπου στρέμματα, το 1993 η Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου (ΚΕΔ) παραχώρησε στον Οργανισμό Ρυθμιστικού Σχεδίου και Προστασίας Περιβάλλοντος Αθήνας (ΟΡΣΑ), έκταση 913 στρεμμάτων με αόριστη  διάρκεια. Σκοπός της παραχώρησης ήταν «η δημιουργία υπερτοπικού πόλου αναψυχής» (6/11.03.1993/Δ 29 απόφαση ΔΣ).

Δέκα χρόνια μετά, η ΚΕΔ, λαμβάνοντας υπόψη ότι είχε ήδη συσταθεί ο Οργανισμός Διοίκησης και Διαχείρισης Πάρκου Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης Αντώνη Τρίτση (ΦΕΚ Α 172/2002), ανανέωσε την παραχώρηση της έκτασης των 913 στρεμμάτων (πρώην ΒΚ 822 δημόσιο ακίνητο) στον Φορέα Διαχείρισης του Πάρκου.

Παραχωρητήριο ΚΕΔ, 2003 (κείμενο, χάρτης)